ἱστορεῖ — ἱστορέω inquire into pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἱστορέω inquire into pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Alexanderroman — Taucherglocke (Colimpha) Alexander des Großen, Miniaturmalerei aus der Histoire du bon roi Alexandre um 1320; Kupferstichkabinett Staatliches Museum Preußischer Kulturbesitz, Berlin Als Alexanderroman werden die romanhaften antiken und… … Deutsch Wikipedia
Kernos — Pour les articles homonymes, voir Kernos (revue). Kernos en terre cuite, de la période du Cycladique Ancien III Cycladique Moyen II (v. 2000 av. J. C.), découvert dans une tombe à Mélo … Wikipédia en Français
Kernos — de terracota, del periodo Cicládico Antiguo III Cicládico Medio II (h. 2000 a. C.), descubierto en una tumba de Milo y conservado en el Museo del Louvre (Sèvres 3552). En la cerámica griega, un kernos (en griego antiguo κέρνος o κέρχνος … Wikipedia Español
BENDIS — linguâ Thracum Diana dicitur. Per Βένδιν autem intelligi terram, ostendunt haec verba Hesychii, Μεγάλη θεὸς, Α᾿ριςτοφάνης ἔφη τήν Βένδιν, Θρακία γὰρ θεός. Eandem vero Lunam esse testis est Palaephatus, c. 32. ubi agit de filiabus Phorcynis,… … Hofmann J. Lexicon universale
αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… … Dictionary of Greek
αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… … Dictionary of Greek
θεογονία — Κοσμογονκή αντίληψη με πολυθεϊστική βάση. Οι κοσμογονικοί μύθοι που διηγούνται την προέλευση του κόσμου, παίρνουν τη μορφή της θ. στις πολυθεϊστικές θρησκείες, όπου οι θεοί ταυτίζονται με τις μορφές της πραγματικότητας και του κόσμου. Ονομαστή… … Dictionary of Greek
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
μελεαγρίς — η (Α μελεαγρίς, ίδος) γένος ορνιθόμορφων πτηνών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια meleagridae, γνωστό κοινώς σήμερα ως γαλοπούλα αρχ. ως κύριο όν. Μελεαγρίς τίτλος έργου τού Αντισθένη («καθὼς ἱστορεῑ Ἀντισθένης ἐν γ… … Dictionary of Greek